μπουσουλώ

μπουσουλώ
-άω
(κυρίως για τα βρέφη) μετακινούμαι χρησιμοποιώντας και τα χέρια και τα πόδια, πάω με τα τέσσερα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < μπούσουλας. Κατ' άλλη άποψη, η λ. προήλθε από τη ρουμ. επιρρμ. φράση de-a buşilea «με τα τέσσερα»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μπουσουλώ — και μπουσουλίζω (για μωρά), περπατώ στα τέσσερα: Το μωρό μας μπουσουλάει από οχτώ μηνών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μπουσουλίζω — μπουσουλώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικά σχηματισμένος ενεστ. από τον αόρ. μπουσούλησα τού μπουσουλώ, κατά το σχήμα κλόνισα: κλονίζω έσχισα: σχίζω] …   Dictionary of Greek

  • μπουσουλητά — [μπουσουλώ] επίρρ. (για τα βρέφη) με τα χέρια και με τα πόδια, μπουσουλώντας …   Dictionary of Greek

  • αρκουδίζω — και αρκουδάω βαδίζω με τα τέσσερα, μπουσουλώ …   Dictionary of Greek

  • μπουσούλημα — το [μπουσουλώ] το να μετακινείται κάποιος χρησιμοποιώντας και τα χέρια και τα πόδια, όπως τα βρέφη …   Dictionary of Greek

  • τετραποδίζω — ΝΑ [τετράπους, οδος] βαδίζω στηριζόμενος στα χέρια και στα πόδια, περπατώ με τα τέσσερα, μπουσουλώ («τὸ πρῶτον παιδίον ὤν ἕρπει τετραποδίζων», Αριστοτ.) νεοελλ. (για ιπποειδή) προχωρώ βάδην …   Dictionary of Greek

  • αρκουδίζω — ισα, βαδίζω με τα τέσσερα σαν τις αρκούδες, μπουσουλώ: Το μωρό μας άρχισε να αρκουδίζει. Ουσ. αρκούδισμα, το το μπουσούλημα των νηπίων· επίρρ. τροπ., αρκουδιστά μπουσουλώντας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”