μπουσουλώ — και μπουσουλίζω (για μωρά), περπατώ στα τέσσερα: Το μωρό μας μπουσουλάει από οχτώ μηνών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μπουσουλίζω — μπουσουλώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικά σχηματισμένος ενεστ. από τον αόρ. μπουσούλησα τού μπουσουλώ, κατά το σχήμα κλόνισα: κλονίζω έσχισα: σχίζω] … Dictionary of Greek
μπουσουλητά — [μπουσουλώ] επίρρ. (για τα βρέφη) με τα χέρια και με τα πόδια, μπουσουλώντας … Dictionary of Greek
αρκουδίζω — και αρκουδάω βαδίζω με τα τέσσερα, μπουσουλώ … Dictionary of Greek
μπουσούλημα — το [μπουσουλώ] το να μετακινείται κάποιος χρησιμοποιώντας και τα χέρια και τα πόδια, όπως τα βρέφη … Dictionary of Greek
τετραποδίζω — ΝΑ [τετράπους, οδος] βαδίζω στηριζόμενος στα χέρια και στα πόδια, περπατώ με τα τέσσερα, μπουσουλώ («τὸ πρῶτον παιδίον ὤν ἕρπει τετραποδίζων», Αριστοτ.) νεοελλ. (για ιπποειδή) προχωρώ βάδην … Dictionary of Greek
αρκουδίζω — ισα, βαδίζω με τα τέσσερα σαν τις αρκούδες, μπουσουλώ: Το μωρό μας άρχισε να αρκουδίζει. Ουσ. αρκούδισμα, το το μπουσούλημα των νηπίων· επίρρ. τροπ., αρκουδιστά μπουσουλώντας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)